οκτωκαίδεκα

οκτωκαίδεκα
ὀκτωκαίδεκα, οἱ, αἱ, τὰ (Α)
άκλ. δεκαοκτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + δέκα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀκτωκαίδεκα — eighteen indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκτωκαίδεκ' — ὀκτωκαίδεκα , ὀκτωκαίδεκα eighteen indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Griechische Zahlwörter — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken Griechen siehe… …   Deutsch Wikipedia

  • NOMI — Graece Νόμοι, in Poesi, carmina dicuntur; versibus enim constabant Νόμοι κιθαρώδικοὶ et Νόμοι ἀυλητικοὶ. Hinc, qui eorum auctores fuêre, Poetas exstitisse certum est. Plut. de Music. Ὅτι δὲ οἱ Κιθαρωδικοὶ νόμοι οἱ πάλαι, ἐξ ἐπῶν συνίςαντο,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδέκατος — ὀκτωκαιδέκατος, η, ον (ΑΜ, Α βοιωτ. τ. ὀκτωκηδέκατος, ον) [οκτωκαίδεκα] ο δέκατος όγδοος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) ὀκτωκαιδεκάτη κατά τη δέκατη όγδοη ημέρα …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδεκάδραχμος — ὀκτωκαιδεκάδραχμος, ον (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δεκαοκτώ δραχμών («πωλῶν τὰς κριθὰς ὀκτωκαιδεκαδράχμους», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. οκτά δραχμος] …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδεκάκις — ὀκτωκαιδεκάκις και ὀκτωκαιδεκάκι (Α) επίρρ. δεκαοκτώ φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + επιρρμ. κατάλ. κις*] …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδεκάπεδος — ὀκτωκαιδεκάπεδος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος δεκαοκτώ ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πούς), πρβλ. εξά πεδος] …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδεκάπηχυς — ὀκτωκαιδεκάπηχυς, υ (Α) αυτός που έχει μήκος ίσο με δεκαοκτώ πήχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + πῆχυς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”